- ποτηριοφόρος
- ποτηριοφόρος, ον,A bearing a drinking-cup, Autocr.Hist. ap. Ath.11.460d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτηριοφόρος — bearing a drinking cup masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηριοφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρει, που κρατά ένα ή περισσότερα ποτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο φόρος] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek